- μονοποδιαίος
- μονοποδιαῑος, -αία, -ον (Μ) [μονοποδία](μετρ.) αυτός που αποτελείται από έναν μετρικό πόδα («τὰ μέτρα τὰ δισύλλαβα τὰ μονοποδιαῑα», Τζέτζ.).επίρρ...μονοποδιαίως (Α)κατά μονοποδία, κατά έναν μετρικό πόδα.
Dictionary of Greek. 2013.